Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

Φύλλα ημερολογίου στο φύσημα του ανέμου (3 Μαΐου 2010)


Ιστολόγιο, φύλλα προσωπικού ημερολογίου… Ποιος μπορεί να νοιάζεται για το πώς καταπίνω εγώ τις μέρες μου τη μία πίσω από την άλλη; Εκατομμύρια ανθρώπων στο παρελθόν ανάλωσαν το χρόνο που τους δόθηκε πολύ πριν από μένα. Δισεκατομμύρια άλλοι σπαταλούν το χρόνο τους παράλληλα με μένα, χωρίς να τους ξέρω. Για το μέλλον δεν βάζω το κεφάλι μου… Τι νόημα έχει; Εκατομμύρια κύματα χτυπούν την ακτή με τη δική του ιδιοσυχνότητα το καθένα, κι ένα από αυτά φέρει το δικό μου γονιδίωμα, τη δικιά μου βιολογική ταυτότητα σαν μήνυμα σε μπουκάλι. Θα το πάρει κανείς; Ψύλλοι στα άχυρα! Όλα όμως γράφονται και ταξιδεύουν με την ταχύτητα του φωτός, ώστε ίσως κάποια στιγμή φτάσουν κάπου ή επιστρέψουν για να στοιχειώσουν την άδεια τότε θέση της γης με ένα κύμα συμπυκνωμένων πυρήνων ρουτίνας εκκωφαντικά αξιοπρόσεκτης, εκατομμυρίων όντων που κάποτε ταξίδεψαν, αφήνοντας τα αποτυπώματά τους στο μάρμαρο της πύλης του κεντρικού σταθμού, για να χαθούν στο βάθος μιας στοάς για πάντα.

Είμαι βέβαιος πώς κάποιος έχει καταγράψει την κραυγή καθενός από τα εκατομμύρια που πέρασαν τους διαδρόμους του Άουσβιτς της ύπαρξης, αφήνοντας έναν λυγμό στη φλούδα του ντουβαριού ξεχνώντας λίγα από τα μαλλιά του στο βάθος του καμινιού καθώς εξαερώνονταν στην καθημερινή παραγωγή του σύμπαντος. Είναι κάποιος που τα έχει αρχειοθετήσει και κάθε τόσο βάζει να παίξουν οι κραυγές που δεν ακούστηκαν ποτέ για να μη ξεχαστεί ο ρόλος που κινεί το σύμπαν σε μια σιωπηλή πορεία καμιονιών, μέχρι την κεντρική καμινάδα του περιτειχισμένου σιωπηλού κρεματόριου, μέχρι το κεντρικό γκρίζο σύννεφο, μέχρι την άπιαστη στιγμή που αρχειοθετήθηκε, μαρμαρώνοντας για πάντα στο βάθρο του στοίχου της, στο βάθος ενός συρταριού που σε λίγο θα κλειδώσει για πάντα στα υπόγεια ενός εγκαταλειμμένου νεκροταφείου.

Σ’ αγαπώ φίλε μου καθώς κάτω από την κουκούλα σου, στο βρεγμένο δρόμο που βαδίζεις βιαστικά, με κοιτάς για μια στιγμή που κρατάει αιώνια, να περνώ αδιάφορα με το τρένο της στιγμής, πίσω από το τζάμι που αντικαθρεφτίζει τα κτήρια, αφήνοντάς ανάμεσά τους να φανεί μόνο η μύτη μου και δυο φωτεινές κουκκίδες λαμπυρίζοντα μάτια που καίνε μια ξεχασμένη καρδιά, σαν βέλος που δεν ξέρει από πού ήρθε.

Καλημέρα για σήμερα, ίσως κάποιον άλλο στοχεύσω αύριο, με τα βέλη μου που μαρμαρώνουν αδιάφορους διαβάτες που νομίζουν ότι η γη τους είναι σταθερή, γύρω από ένα τρένο που από το παραθύρι του περνάει αργά ο κόσμος όλος.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου