Αυτό τον καιρό χρειάζομαι τον εξομολόγο μου ή για άλλους τον ψυχαναλυτή μου. Έχουν φύγει όμως όλοι για μπάνιο κι έτσι τα λέω σε σας!
Διαπιστώνω ότι καθώς κυκλοφορώ στους δρόμους, είτε εποχούμενος είτε ως πεζός, διακατέχομαι από το φόβο του ποιον θα βρω μπροστά μου -ή απέναντί μου- και πώς θα πρέπει να αντιδράσω. Όχι, την επόμενη φορά δεν πρέπει να εκνευριστώ, πρέπει να χαμογελάσω και να πω στην Ελλάδα βρίσκομαι! Πρέπει να το ρίξω στην πλάκα με ένα ευφυολόγημα –θα μου ‘ρθει εκείνη την ώρα;-. Δεν πρέπει να έχω απαιτήσεις από τους συμπολίτες μου γιατί έτσι έμαθαν, αυτή είναι η κουλτούρα τους, μόνο εγώ είμαι διαφορετικός δεν φταίνε αυτοί γι’ αυτό. Όλο τέτοια πράγματα επαναλαμβάνω στον εαυτό μου, αλλά αυτός φαίνεται ότι δεν λέει να τα αφομοιώσει!
Οδηγώ με το αυτοκίνητό μου. Ο δρόμος έχει δύο λωρίδες ανά κατεύθυνση. Όμως το δεξί ρεύμα δεν χρησιμοποιείται διότι ανά διαστήματα υπάρχουν διπλοπαρκαρισμένοι κι αν κάνεις το λάθος και πας από κει θα πρέπει να μείνεις από πίσω τους μέχρι να ψωνίσουν και με το καλό να πας κι εσύ στη δουλειά σου. Αν του πεις τίποτα θα σου πει θρασύτατα πέρνα από αριστερά! Μα χρυσέ μου ποιος θα με αφήσει να πάω αριστερά αφού τα αυτοκίνητα έρχονται ποτάμι κι όλοι βιάζονται κι εσύ νομίζεις ότι έχουμε την πολυτέλεια να κρατάμε το δεξί ρεύμα μόνο για σένα; Άλλος λέει: να μόνο για ένα καφέ πήγα. Μα χριστιανέ μου τόσοι άνθρωποι θέλουν από ένα καφέ άρα αυτό το ρεύμα πρέπει να το νοικιάσει η καφετέρια για αποκλειστικά δική της χρήση; Κι εγώ πρέπει να περιμένω κάθε 100 μέτρα που έχει καφετέρια να ψηθεί ο καφές του καθενός για να πάω στο σπίτι μου!
Τέλος πάντων στρίβω αριστερά όπου λίγο πριν από τα φανάρια αρχίζει ένα τρίτο ρεύμα για 100 μέτρα μόνο για εκείνος που στρίβουν. Μπαίνω λοιπόν στην ουρά πίσω από τον τελευταίο και περιμένω το φανάρι που ακόμα δεν το βλέπω. Μα τι γίνεται τόσην ώρα δεν έπρεπε να είχαν περάσει οι μπροστινοί, τόση ώρα κάνει αυτό το φανάρι; κατεβαίνω και τι να δω: Τα αυτοκίνητα μπροστά μου είναι άδεια! Οι μπροστινοί μου απλώς ήταν παρκαρισμένοι! Δεν βρήκαν οι άνθρωποι που να παρκάρουν και το ‘βαλαν εκεί. Μερικοί μάλιστα έβαλα στο μπαρμπρίζ και ηλιοπροστασία για να μην καούν όταν κατά το απόγευμα θα πάρουν το αυτοκίνητό τους! Αυτό βέβαια το έπαθα την πρώτη φορά, αλλά έκτοτε περνάω κάθε μέρα και το φαινόμενο είναι ίδιο κι απαράλλαχτο. Μάλιστα ο τελευταίος δεν χωράει να μπει όλος μέσα κι εξέχει το μισό αυτοκίνητο στο κυρίως ρεύμα κυκλοφορίας. Κάθε μέρα σκέφτομαι: Μα κανένας τροχονόμος δεν πέρασε από εδώ τα τελευταία χρόνια, σε έναν τόσο πολυσύχναστο δρόμο και 2οο μέτρα από την τροχαία; Αποδείξεις δεν έχω αλλά μάλλον πρέπει να δεχτούμε ότι πέρασε και ξαναπέρασε, αλλά αυτό το φαινόμενο θεωρείται πια ανεκτό στη χώρα μας και στην πόλη μας, ακόμα κι από τα όργανα της τάξης.
Ή τι να πούμε για το φαινόμενο της προηγούμενης περίπτωσης που οι μπροστινοί δεν λείπουν από τα αυτοκίνητά τους, είναι μέσα και περιμένουν υπομονετικά να έρθει η σειρά τους για να στρίψουν όταν ανάψει το πράσινο, αλλά ένας έξυπνος αντί να σταθεί από πίσω, πάει μπροστά μπαίνει διαγώνια στον μπροστινό και τον κλείνει, περιμένοντας να του κορνάρουν –από εκεί δεν βλέπει το φανάρι- για να ξεκινήσει πρώτος και καλύτερους από τους υπόλοιπους ανόητους ραγιάδες που έχουν την συντηρητική συνήθεια να περιμένουν!
Τώρα τελευταία όμως άνοιξα μέτωπο και με τους πεζούς: Περιμένω με το αυτοκίνητό μου στο φανάρι. Μόλις ανάβει πράσινο ξεκινούν σιγά σιγά οι μπροστινοί, ξεκινώ κι εγώ αλλά μόλις φτάνω στο φανάρι κι ενώ ο χρόνος του κινδυνεύει να εξαντληθεί, νασου μια νεαρά που μιλώντας στο κινητό νομίζει ότι ο δρόμος είναι προέκταση του πεζοδρομίου της, δεν σηκώνει το βλέμμα να κοιτάξει αν έχει πράσινο ανθρωπάκι, κόκκινο ανθρωπάκι –αυτά είναι πράσινα άλογα- και συνεχίζει απτόητη. Όταν για να μη την πατήσω, πατάω φρένο απότομα σηκώνει το βλέμμα με κοιτάει με δολοφονικό βλέμμα:
- Πού πας ρε, δεν βλέπεις ότι περνάω;
- Μα δεν έπρεπε
να κατέβεις καν από το πεζοδρόμιο είχες κόκκινο!
- Δηλαδή θα με πατήσεις; Αντε να χαθείς …χαμένε!
Φεύγω ζεματισμένος και αδικημένος και δαρμένος και –σαν- χαμένος!
Έτσι πήρα το μάθημά μου και περιμένω τους πεζούς είτε έχω πράσινο, κόκκινο, μπλέ, μπορντώ, με οποιαδήποτε απόχρωση τέλως πάντων. Προχθές λοιπόν πήγαινα στη δουλειά μου ολίγον βιαστικός σε μονόδρομο στενό. Δύο γυναίκες περπατούσαν πάνω στο δρόμο και κατά μήκος αυτού. Όχι, όχι πεζοδρόμια υπήρχαν και παραδόξως άδεια και επαρκή. Φτάνω από πίσω τους, μαρσάρω, τίποτα! Πατάω κόρνα! Ευτυχώς άκουσαν κι έκαναν μεταβολή. Κοίταξα αλλού κι είπα αυτή τη φορά να μη μιλήσω. Ήρθε που λέτε η μία από τις δύο στο παράθυρό μου κι άρχισε να λέει, να λέει και να κουνάει χέρια και πόδια. Κατεβάζω το τζάμι κι …άκουσα. “Δεν ξέρεις ρε ότι απαγορεύεται να κορνάρεις! Και που ξέρεις αν εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα…” Εκεί φούντωσα, κατέβηκα κάτω κι έγινε ότι δεν ήθελα να γίνει μέχρι που ξεθύμανα, ξαναμπήκα κι έφυγα.
Πόσες μετάνοιες να κάνω; To be or not to be? Να μιλάει κανείς ή να μη μιλάει, να κυκλοφορεί κανείς ή να κλωσσάει τ’ αυγά του; Περιμένω απάντηση αγαπητέ μου εξομολόγε!
ΑΡΙΣΤΕΡΑ:Άκου λέει ο ραγιάς έμαθε κι από πεζοδρόμιο! και θέλει ο αφιλότιμος να περπατήσει και σε πεζοδρόμιο! Βρε στο χωριό σου είχες και πεζοδρόμιο; Απ' το δρόμο ωρέ. Το δρόμο τι τον έχουμε για μόστρα!
ΔΕΞΙΑ: Μη μου πεις ότι δε σου φτάνει ένα ρεύμα! Τι έχεις τριαξονικό! Στριμωχτείτε λοιπόν όλοι αριστερά γιατί εμε΄να εδώ μου άρεσε κι εδώ θα κάτσω και δε δέχομαι κουβέντα. Ε ρε όρεξη που την έχει ο .... πρωί, πρωί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου