Οι μέρες του φθινοπώρου πέρασαν γρήγορα καθώς ήταν γεμάτες. Είναι πολύ δύσκολο όταν δεν καταλαβαίνεις τι γίνεται γύρω σου. Δεν ξέρεις τη γλώσσα, δεν ξέρεις την κουλτούρα των ανθρώπων και δεν έχεις κάποιον να επικοινωνήσεις άμεσα για να σε κατατοπίσει. Τότε η ψυχολογία αλλάζει. Πάντα παρατηρούσα τους μετανάστες στην Ελλάδα να δείχνουν λίγο… χαζοί κι αναρωτιόμουν: Είναι δυνατό να είναι όλοι τους πραγματικά χαζοί ή το νέο περιβάλλον τους κάνει να αντιδρούν έτσι; Λοιπόν κάπως έτσι έδειχνα κι εγώ! Δεν καταλάβαινα ακριβώς τι μου έλεγαν παρότι καταλάβαινα τις πιο πολλές λέξεις. Ντρεπόμουν να λέω συνέχεια ότι δεν καταλαβαίνω κι έτσι έλεγα "ναι" σε όλα! Έτσι ένιωθα χαζός και έδειχνα χαζός. Ήταν φυσικό λοιπόν να βρίσκομαι συνεχώς κάτω από μια συνεχή ψυχολογική πίεση η οποία εντείνονταν από την πίεση των παιδιών που ήθελαν να γυρίσουν στην "πατρίδα τους" και στους "φίλους τους"…
Κάτι τέτοιες ώρες και σε τέτοιες συνθήκες, δοκιμάζονται όλα. Μέσα στη δυστυχία μου εκτιμούσα το ότι θα είχα μια ευκαιρία επανεξέτασης των πάντων εκ βάθρων. Πάντα οι προκλήσεις και οι μεγάλες αλλαγές με γοήτευαν. Άλλο όμως είναι να το κάνεις εκ του ασφαλούς κι άλλο να είσαι θύμα περιστάσεων, χωρίς δυνατότητα επιστροφής, χωρίς να ελέγχεις τις εξελίξεις. Τα ερωτήματα που χρόνια έμεναν κρυμμένα κάτω από την επιφάνεια των επιδιώξεων της καθημερινότητας, τώρα διεκδικούν θέση στο προσκήνιο. Ποιος είμαι, από πού έρχομαι και πού πηγαίνω, γιατί ζω; Ποιο το νόημα; Ερωτήματα που μας τα φέρνουν τεκτονικοί σεισμοί στη ζωή μας. Θάνατοι, καταστροφές, σοβαρές ασθένειες, χωρισμοί κοκ. Όσο ζούμε στη νανουριστική πορεία της καθημερινότητας, τέτοια ερωτήματα είναι από γελοία έως περιττά. Τότε μας δημιουργείται η πεποίθηση ότι έχουμε το νόημα της ζωής και είναι απλό. "Μα ζούμε για τα παιδιά". "Μα ζούμε για το μεγάλο εγχείρημα του επαγγέλματος". "Μα ζούμε για ένα κεραμίδι κι εμείς πάνω από το κεφάλι μας" κοκ. Μας καλύπτει ως νόημα ζωής η επιδίωξη κάθε μορφής επιτυχίας και η απόλαυση του σήμερα. Όταν όλα αυτά κλονίζονται, όταν τα παιδιά πετούν μακριά, όταν οι δυνάμεις μας αποχαιρετούν κι όλες οι βεβαιότητες σβήνουν, τότε τα ερωτήματα τίθενται επί τάπητος εκ νέου και ποιος μπορεί να πει ότι δεν μας αφορούν κι ότι δεν είναι καυτά.
"Γιατί ζω λοιπόν εγώ;" στριφογύριζε στο μυαλό μου το ερώτημα. Για να κουβαλάω, βάφω, βοηθάω, μαστορεύω σε μια αδιάφορη για μένα επιχείρηση; κάθε μέρα από τη δουλειά μου κι έλεγα με ένα αναστεναγμό ανακούφισης "ούφ, την έβγαλα κι αυτή τη μέρα". Αυτό όμως μπορείς να το λες για ένα πεπερασμένο αριθμό ημερών, για μια συγκεκριμένη μεταβατική περίοδο. Εγώ όμως δεν είχα την πολυτέλεια να βλέπω μπροστά μου τη… μετάβαση. Θα υπάρξει μετάβαση; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Μετά από πόσο μεγάλο διάστημα; Άδηλον! Το βράδυ έρχονταν γρήγορα καθώς οι φθινοπωρινές μέρες μίκραιναν σταδιακά. Το Δεκέμβρη πια επέστρεφα στο σπίτι νύχτα ενώ είχα ξεκινήσει από εκεί το πρωί ενώ ακόμα ήταν σκοτεινά! Φαγητό ξεκούραση, δύο, τρεις ώρες με την οικογένεια, λίγο διάβασμα και ξανά ύπνος για να ξυπνήσω νωρίς το πρωί και να έχω δυνάμεις να δουλέψω εκεί, για άλλους, για ένα αδιάφορο για μένα αποτέλεσμα…
Γιατί αγωνιστήκαμε μια ζωή για την επιτυχία; Είχα αγωνιστεί πολύ στη ζωή μου, κάνοντας πράγματα που συχνά ξεπερνούσαν τις δυνάμεις μου, αναμετρώμενος με τον εαυτό μου συνεχώς. Τον τελευταίο καιρό δεν έβρισκα πια ότι είχα τις δυνάμεις να αγωνιστώ κι άλλο. Ήθελα απλώς να βροντήξω όλα κάτω και να κλάψω. Να κλάψω πολύ και για όλα και να σβήσω, να χαθώ. Μόνο που κλάμα δεν μου έρχονταν στα μάτια, μόνο μου έκαιγε την καρδιά. Η οικογένεια με χρειάζονταν, για τον εαυτό μου δε νοιαζόμουνα, έπρεπε να καταφέρω να επιβιώσω, να μείνω δυνατός!
Να μερικά αποσπάσματα από το προσωπικό μου ημερολόγιο εκείνων των ημερών:
Κάθομαι και τσιμπολογώ ένα τσαμπί σταφύλι. Φθινόπωρο, η εποχή των σταφυλιών! Τίποτ' άλλο μόνο αυτό. Στην πραγματικότητα ξεδιαλέγοντας τις ρώγες, δεν κάνω τίποτα άλλο, από το να ξεκοκκαλίζω τη ζωή που μου δόθηκε, αυτό τίποτ´ άλλο! Στ´ αυτιά μου τα αγγελικά τιτιβίσματα του Modeverdi. Τι άλλο να ζητήσεις!
Στην απέναντι σκάλα, καθισμένος στο κρύο, ένας αναμαλλιασμένος ασπρομάλλης καπνίζει το τσιγάρο του επίμονα. Όποτε ρίξω τη ματιά μου στο παράθυρο, απλά είναι εκεί. Δεν ξέρω αν μπαίνει και ξαναβγαίνει για το επόμενο, απλώς όποτε κοιτάξω είναι εκεί, τον βλέπω. Μπορεί και να μην μπαίνει καν μέσα. Μπορεί να μένει εκεί πεισματικά ξεκουτιασμένος, βγάζοντας τη γλώσσα στον Άγγελο που θα ´ρθει να τον καλέσει.
Δεν μου διαφεύγει ότι όλα αυτά είναι τόσο πεζά να τα ζεις, αλλά δεν βρίσκω γύρω μου τίποτα άλλο. Κι αν βρω κάτι συναρπαστικό, θα είναι απλώς επειδή είναι σπάνιο κι όταν πάψει πια να είναι σπάνιο, θα κατέβει κι αυτό στην κλίμακα του αβάσταχτα πεζού…"
Να ευχηθώ να περάσει γρήγορα η ώρα;
Μα γιατί;
Να ευχηθώ να περάσει γρήγορα η ημέρα;
Μα γιατί;
Τι να περιμένω; Και γιατί;"
Πρέπει να βρίσκω πάντα κάτι συναρπαστικό γα να κάνω. Η προοπτική της εκμάθησης της γλώσσας μου δίνει κάποια διάθεση. Άσχετα από το τι θα την κάνω μετά και το γιατί. Μπορεί να είναι για "υψηλους σκοπούς, μπορεί και για ταπεινούς, το ίδιο κάνει. Αρκεί μόνο η διαδικασία.
Όχι δεν δουλεύω στη Νορβηγία, διερευνώ το για τι αξίζει να ζω.
Ψάχνω να δω αν είμαι μοναδικό "είδος" στον κόσμο αυτό. Υπάρχουν κι άλλοι σαν εμένα; Μπορώ να βρω αυτό το σπάνιο είδος εδώ; Διερευνώ τα όριά μου.
Μου χρειάστηκε -όπως επίσης χρειάζεται σε όλους νομίζω- να αναθεωρήσω τα παραδεδεγμένα κι αυτό δεν γίνεται παρά μόνο αν ξεβολευτεί κανείς, για να τα δει όλα από την αρχή, χωρίς προ-καταλήψεις. Όμως δεν ξέρω που τραβάει αυτός ο δρόμος. Ελπίζω ότι ο Θεός τον κατευθύνει και κάποια στιγμή θα καταλάβω. Όμως τώρα είμαι χαμένος. Γί αυτό σκύβω το κεφάλι μου στην καθημερινότητα, ψάχνοντας κάτι συναρπαστικό για να αντέξω την πεζή ύπαρξη. Δεν αντέχω τα ερωτηματικά, τα αυτονόητα γιατί, τον προβληματισμό. Το "μετά τι;", το "τι αξίζει...;"
Δώστε μου δουλειά, δώστε μου κάτι να κάνω, δεν αντέχω να ζω... Δεν αντέχω να γυρίσω σπίτι, να αντιμετωπίσω την οικογένεια, να αντιμετωπίσω τον εαυτό μου, να αντιμετωπίσω τη ζωή... Δώστε μου κάτι να κάνω. Δουλεύω σαν αφηνιασμένος. Μόνο σαν δουλεύω, μπορώ να ακούω μουσική, να κυλάει το αίμα στις φλέβες, να στοχάζομαι χωρίς να "βουλιάζω" στο τέλμα. Όταν δουλεύω, ανυπομονώ να έρθει το τέλος της δουλειά κι όταν αυτό έρχεται, ανυπομονώ να ξαναγυρίσω στο "ναρκωτικό μου".
Όταν δεις κάποιον να δουλεύει σαν αφηνιασμένος, μην έχεις καμμία αμφιβολία, από κάτι παλεύει να ξεφύγει...
Τέλειωσε κιόλας κι αυτή η μέρα, δεν βγάζω κανένα νόημα.
Τραγουδάω κραυγάζοντας και χορεύοντας προκειμένου να αντέξω. Να αντέξω τη ζωή, την επιβίωση... Γιατι; Γιατί ζω; Τι νόημα βγάζει; Βγάζει κάποιο νόημα; Πες μου Ηλία, εσύ που το έζησες πρώτος, μετά την επιτυχία του Καρμήλου;"