Να τα πούμε;
2004
Ποιος να χτυπάει την πόρτα τόσο πρωί
Να ‘ναι μια συμφορά και μια κατάρα,
Θανατικό, γραμμάτια, αντάρα;
Όχι είν’ δυο παιδιά πέντε χρονώ
Είμαστε εμείς.
Βγαλμένοι απ’ τη φωτογραφία της γιαγιάς
Να ρωτάμε:
«Να τα πούμε;»
Θεέ μου μη τα πείτε
Πώς ν’ ακούσουμε δύο παιδιά πέντε χρονώ
Να ψάλλουν το άσμα της αθωότητας
Μπρος στα «κρεμασμένα» μας μάτια
Τις κουρασμένες καρδιές!
Παρέα μ’ ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι προδώσαμε
Κλείνουμε την πόρτα.
Δεν αντέχουμε πια φωνές παιδιών
Έστω κι αν βγαίνουν από τα εσώψυχά μας
Για παλιά όνειρα
Κι αθετημένες υποσχέσεις.
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα
Να πατούν τις αυλές μας;
Να ενοχλούν τις συμβάσεις μας;
Να ταράσσουν τον ύπνο μας;
Να ξυπνούν τις μνήμες μας;
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα
Να ζητούν να πάρουν;
Εμείς κοπιάσαμε να χτίσουμε!
Οποίο θράσος!
Θεέ μου δυο σπουργίτια τιτίβισαν
Άσμα αδιάβαστο
Και δεν μπορέσαμε ν’ ακούσουμε
Ευρηματικό. Δηλαδή για να καταλάβω...όταν έρχονται για κάλαντα τους δίνεις αυτό το ποίημα εκτυπωμένο και τους λες να το διαβάσουν όταν πάνε σπίτι, επειδή εκείνη την ώρα είσαι απασχολημένος γράφοντας το επόμενο?
ΑπάντησηΔιαγραφήΧα χα
Όμορφο.
Καλά μας Χριστούγεννα.
Κέφια βλέπω. Φαίνεται ότι περνάμε καλά...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚατόπιν εορτής μας λες τα νέα.
Να περάσεις καλά!