Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2011

ΠΟΙΗΣΗ: Να τα πούμε;


Να τα πούμε;
2004

Ποιος να χτυπάει την πόρτα τόσο πρωί
Να ‘ναι μια συμφορά και μια κατάρα,
Θανατικό, γραμμάτια, αντάρα;
Όχι είν’ δυο παιδιά πέντε χρονώ
Είμαστε εμείς.
Βγαλμένοι απ’ τη φωτογραφία της γιαγιάς
Να ρωτάμε:
«Να τα πούμε;»
Θεέ μου μη τα πείτε
Πώς ν’ ακούσουμε δύο παιδιά πέντε χρονώ
Να ψάλλουν το άσμα της αθωότητας
Μπρος στα «κρεμασμένα» μας μάτια
Τις κουρασμένες καρδιές!
Παρέα μ’ ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι προδώσαμε
Κλείνουμε την πόρτα.
Δεν αντέχουμε πια φωνές παιδιών
Έστω κι αν βγαίνουν από τα εσώψυχά μας
Για παλιά όνειρα
Κι αθετημένες υποσχέσεις.
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα
Να πατούν τις αυλές μας;
Να ενοχλούν τις συμβάσεις μας;
Να ταράσσουν τον ύπνο μας;
Να ξυπνούν τις μνήμες μας;
Ποιος τους έδωσε το δικαίωμα
Να ζητούν να πάρουν;
Εμείς κοπιάσαμε να χτίσουμε!
Οποίο θράσος!
Θεέ μου δυο σπουργίτια τιτίβισαν
Άσμα αδιάβαστο
Και δεν μπορέσαμε ν’ ακούσουμε 

2 σχόλια:

  1. Ευρηματικό. Δηλαδή για να καταλάβω...όταν έρχονται για κάλαντα τους δίνεις αυτό το ποίημα εκτυπωμένο και τους λες να το διαβάσουν όταν πάνε σπίτι, επειδή εκείνη την ώρα είσαι απασχολημένος γράφοντας το επόμενο?
    Χα χα
    Όμορφο.

    Καλά μας Χριστούγεννα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κέφια βλέπω. Φαίνεται ότι περνάμε καλά...
    Κατόπιν εορτής μας λες τα νέα.
    Να περάσεις καλά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή